πλανίζω

πλανίζω
πλανίζω, πλάνισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλανίζω — Ν [πλάνη (II)] λειαίνω ξύλινη κυρίως επιφάνεια με την πλάνη, ροκανίζω …   Dictionary of Greek

  • πλανίζω — πλάνισα, πλανίστηκα, πλανισμένος, ισιώνω ξύλο με την πλάνη, ροκανίζω: Όλα τα ξύλα των επίπλων πλανίζονται πρώτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλάνισμα — και πλάνιασμα, το, Ν [πλανίζω] τεχνολ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλανίζω, η κατεργασία μεταλλικών ή ξύλινων επιφανειών με την πλάνη …   Dictionary of Greek

  • απλάνιστος — κ. απλανιάριστος, η, ο [πλανίζω] 1. αυτός που δεν πέρασε από πλάνη ξυλουργού, αροκάνιστος 2. ασυμμόρφωτος 3. αγροίκος …   Dictionary of Greek

  • γλαφυρός — ή, ό (AM γλαφυρός, ά, όν) (για το ύφος) κομψός, χαριτωμένος στην έκφραση αρχ. 1. ο κοίλος (α. «ἐν νηυσὶ γλαφυρῆσι», Όμ. β. «τὰ γλαφυρὰ τῆς γῆς») 2. (για πράγματα) στιλπνός, λείος 3. νόστιμος, γευστικός 4. (για πρόσωπα και πράγματα) ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • πλανίδι — και πλαναδούρι, το, Ν [πλανίζω] λεπτός φλοιός ξύλου που απομένει μετά το πλάνισμα, αλλ. ροκανίδι …   Dictionary of Greek

  • πλανιάρω — Ν [πλάνη (II)] πλανίζω …   Dictionary of Greek

  • πλανιστήριο — το, Ν τεχνολ. διάταξη κατάλληλη για την τελική κατεργασία υλοτομικής ξυλείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλανίζω + επίθημα τήριο (πρβλ. πριονισ τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. πλανιστήριον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • ρυκανώ — άω, Μ [ρυκάνη] ροκανίζω, πλανίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”